γενος

γενος
    γένος
    -εος, ион. ευς (v. l.) τό
    1) рождение, происхождение
    

(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)

    γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;
    αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;
    γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;
    γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;
    τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;
    ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;
    γένει ὕστερος Hom. — самый младший

    2) род, семья
    

(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)

    οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;
    οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;
    γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;
    εἶναι ἐγγύτατα γένους Aesch. и γένει ἐγγυτάτω Dem. — находиться в ближайшем родстве

    3) отпрыск, потомок или потомство
    

(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)

    γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей

    4) род, племя
    

(Δωρικόν Her.)

    χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;
    иногда описательно:
    τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;
    τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;
    γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας

    5) тж. pl. знатное происхождение
    

(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)

    ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;
    οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать

    6) пол
    

(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)

    7) биол. (в зависимости от предмета) род
    

— семейство;

    — отряд;
    — разряд, класс;
    — вид;
    — разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)

    8) лог. род
    

(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)

    τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам

    9) грам. род
    

(τὰ γένη τῶν ὀνομάτων ἄρρενα καὴ θήλεα καὴ σκεύη Arst.)

    10) филос. элемент, стихия
    

(τὰ τέτταρα γένη Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "γενος" в других словарях:

  • γένος — race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • γένος — το 1. η γενιά, η καταγωγή: Είναι από ένδοξο γένος. 2. φυλή, έθνος: Οι αγωνιστές του Γένους. 3. (γραμμ.), η κατηγοριοποίηση των ονομάτων σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα: Η λέξη θάλασσα είναι θηλυκού γένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder …   Deutsch Wikipedia

  • Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • Μετάβασις εις άλλο γένος —         (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καλπούρνιο γένος — Αρχαίο ρωμαϊκό γένος που καταγόταν από πληβείους και άκμασε ιδίως τον 1ο αι. π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε και η παράδοση για την καταγωγή του από τον Κάλπο, γιο του Νουμά. Με το όνομά τους συνδέονται οι Καλπούρνιοι νόμοι, που έτειναν προς κάποια… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσεον γένος. — См. Золотой век …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ορεότραγος — Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοπιδών. Πρόκειται για μικρόσωμες αντιλόπες της Αφρικής, που έχουν ύψος περίπου 60 εκ. και μικρά κέρατα. Στο γένος αυτό ανήκει και το είδος που οι ονομάζεται στην Αφρική ντικ ντικ. Οι ο.… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»